θρανία

θρανία
θρᾱνία , θρᾶνος
bench
neut nom/voc/acc pl
θρανίᾱ , θρανίας
masc nom/voc/acc dual
θρανίας
masc voc sg
θρανίᾱ , θρανίας
masc voc sg (attic)
θρανίᾱ , θρανίας
masc gen sg (doric aeolic)
θρανίας
masc nom sg (epic)
θρανίον
the rower's bench
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • εξέδρα — η (Α ἐξέδρα) [έδρα] νεοελλ. 1. ξύλινο ή μετάλλινο κατασκεύασμα πάνω από τη θάλασσα που συνδέεται με την ξηρά και χρησιμεύει ως διάδρομος ή αποβάθρα 2. ξύλινο κατασκεύασμα που στηρίζεται σε μικρούς στύλους για να παρακολουθούν οι θεατές τελετές ή… …   Dictionary of Greek

  • ικριοποιός — ἰκριοποιός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκριον + ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζυγο ποιός, κλειδο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • μάθηση — Ο όρος με την ευρεία έννοια αναφέρεται στη διαδικασία μέσω της οποίας κάθε έμψυχο ov, από την αμοιβάδα έως τον άνθρωπο, προσαρμόζεται στο περιβάλλον και στις απαιτήσεις του, τροποποιώντας το με τη σειρά του, για να αντλήσει τα μεγαλύτερα οφέλη… …   Dictionary of Greek

  • παρεξειρεσία — ἡ, Α το μέρος τού πλοίου πέρα από τους εφέτες, το κατώτατο σημείο τής πλώρης και τής πρύμνης στο οποίο δεν υπήρχαν κωπηλάτες και κωπηλατικά θρανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέξ + εἰρεσία «κωπηλασία»] …   Dictionary of Greek

  • ακούβιτο — Εξελληνισμένος τύπος της λατινικής λέξης accubitum, που σημαίνει ανάκλιντρο, στο οποίο ξάπλωναν οι Ρωμαίοι, κυρίως στα συμπόσια. Το α. χρησίμευε για κατάκλιση ενός μόνου προσώπου. Αργότερα οι Ρωμαίοι το αντικατέστησαν με το τρίκλινο, που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”